- μεταλλικός
- metallic
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
μεταλλικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικός — ή, ό (Α μεταλλικός, ή, όν) [μέταλλο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέταλλο ή μοιάζει με μέταλλο («μεταλλική λάμψη») 2. κατασκευασμένος ή παρασκευασμένος από μέταλλο (α. «μεταλλικά έπιπλα» β. «μεταλλικά νομίσματα» γ. «μεταλλικά φάρμακα»,… … Dictionary of Greek
μεταλλικός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με μέταλλο: Μεταλλικό χρώμα. 2. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μέταλλο, ο μετάλλινος: Μεταλλικό εργαλείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταλλικά — μεταλλικός of neut nom/voc/acc pl μεταλλικά̱ , μεταλλικός of fem nom/voc/acc dual μεταλλικά̱ , μεταλλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικῶν — μεταλλικός of fem gen pl μεταλλικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικόν — μεταλλικός of masc acc sg μεταλλικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικαῖς — μεταλλικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικαί — μεταλλικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικοῖς — μεταλλικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικοῦ — μεταλλικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικῆς — μεταλλικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)